ορνιθοκομία

ορνιθοκομία
η
η τέχνη τού ορνιθοκόμου, η επιστημονική μέθοδος εκτροφής και περιποίησης πουλερικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοκομικός — η, ό [ορνιθοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνίθοκομία …   Dictionary of Greek

  • αναθρεφτήρας — ο εκκολαπτική μηχανή στην ορνιθοκομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”